- ψευδακουσία
- η, Ν(παλ. όρος) ιατρ. ακουστική ψευδαίσθηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ακούω + κατάλ. -(σ)ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδακουΐα — και ψευδηκοΐα, η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. ψευδακουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ακούω + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek